- εξώλαμπρα
- και ξώλαμπραεπίρρ. τις πρώτες μέρες μετά το Πάσχα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε … Dictionary of Greek
εξώπασχα — και ξώπασχα επίρρ. εξώλαμπρα … Dictionary of Greek
ξώλαμπρα — επίρρ. βλ. εξώλαμπρα … Dictionary of Greek
(ε)ξώπασχα — επίρρ. χρον., εξώλαμπρα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)